παλιρροίᾳ — παλιρροίᾱͅ , παλίρροια flowing back fem dat sg (attic doric aeolic) παλιρροίᾱͅ , παλίρροια flowing back fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλίρροια — flowing back fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλίρροια — Το φαινόμενο της περιοδικής διακύμανσης της στάθμης των θαλασσών, το οποίο περιλαμβάνει δύο εναλλασσόμενες φάσεις, την πλημμυρίδα (άνοδος της θάλασσας) και την άμπωτη (κάθοδος της θάλασσας). Η π. προκαλείται κυρίως από τη μαγνητική έλξη της… … Dictionary of Greek
παλίρροια — η το περιοδικό ανέβασμα και χαμήλωμα της στάθμης της θάλασσας. Επίθ. παλλιρροϊκός, ή, ό αυτός που αναφέρεται, ανήκει στην παλίρροια: Παλιρροϊκό κύμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παλιρροίας — παλιρροίᾱς , παλίρροια flowing back fem acc pl παλιρροίᾱς , παλίρροια flowing back fem gen sg (attic doric aeolic) παλιρροίᾱς , παλίρροια flowing back fem acc pl (ionic) παλιρροίᾱς , παλίρροια flowing back fem gen sg (attic doric ionic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιρροίαι — παλιρροίᾱͅ , παλίρροια flowing back fem dat sg (attic doric aeolic) παλιρροίᾱͅ , παλίρροια flowing back fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιρροίαις — παλίρροια flowing back fem dat pl παλίρροια flowing back fem dat pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιρροίῃ — παλίρροια flowing back fem dat sg (epic ionic) παλίρροια flowing back fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιρροίῃς — παλίρροια flowing back fem dat pl (epic ionic) παλίρροια flowing back fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιρροίῃσι — παλίρροια flowing back fem dat pl (epic ionic) παλίρροια flowing back fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)